- κωνητικός
- κων-ητικός, ή, όν,A for pitching: neut. -κόν, τό, BGU1532 (iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωνητικός — κωνητικός, ή, όν (Α) [κωνώ] αυτός που αναφέρεται στην επίχριση με πίσσα … Dictionary of Greek